προσυπογράφω

English (LSJ)

[ᾰ],
A sketch out besides, τι τῇ διανοίᾳ Longin. 14.2, cf. Ph.1.577, D.L.6.103: abs., Ph.1.590.
II subjoin, Ptol. Phas.p.10 H.; add below in writing, PMag.Lond.121.804.

German (Pape)

[Seite 785] noch dazu oder mit darunter schreiben, einen Umriß entwerfen, Longin. 14, 2.

Russian (Dvoretsky)

προσυπογράφω: (ᾰ) сверх того описывать, еще очерчивать (τι Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

προσυπογράφω: [ᾰ], σχεδιάζω προσέτι, Λογγῖν. 14, Φίλων 1. 590, Διογ. Λ. 6. 103.

Greek Monolingual

ΝΑ ὑπογράφω
νεοελλ.
1. υπογράφω μαζί με άλλους, συνυπογράφω («το έγγραφο προσυπέγραψαν και τα μέλη του συμβουλίου που ήταν απόντα στην προηγούμενη συνεδρίαση»)
2. μτφ. εγκρίνω, αποδέχομαι απολύτως κάτι
αρχ.
1. σχεδιάζω κάτι ακόμη
2. επισυνάπτω κάτι
3. προσθέτω κάτι καθώς γράφω.