προσφευκτέον

English (LSJ)

one must be liable to a prosecution besides, D.37.38 (or divisim).

Russian (Dvoretsky)

προσφευκτέον: adj. verb. к προσφεύγω.

Greek (Liddell-Scott)

προσφευκτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ εἶναι ὑποκείμενος εἰς καταδίωξιν προσέτι, Δημ. 977. 27.

Greek Monotonic

προσφευκτέον: ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει κάποιος να του ασκήσει επιπλέον δίωξη, σε Δημ.