προσόψημα

English (LSJ)

-ατος, τό, anything eaten with or besides the regular meal, mostly pl., D.S.2.59, Ph.2.483, Dsc.1.84,107, Ath.4.162c, 7.276e, Sch.Ar.V.962 (v.l. προσέψημα).

German (Pape)

[Seite 775] τό, Zugemüse, Vorkost; Ath. VII, 276 e; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

προσόψημα: τό, προσφάγιον ἢ ἕτερον ἔδεσμα παρὰ τὸ σύνηθες, Διοσκ. 1. 146, Ἀθήν. 162C, 276Ε, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 962 (διάφ. γραφ. προσέψημα), κτλ.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, ΜΑ
καθετί που τρώγεται μαζί ή παράλληλα με το κυρίως γεύμαἐνίοτε δὲ ἐλαιῶν καὶ τῶν λιτοτάτων προσοψημάτων», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὄψημα «προσφάγι»].