προόστρακο

Greek Monolingual

το, Ν
(ζωολ. -παλαιοντ.) η προέκταση του οστράκου προς τα εμπρός σε ορισμένα κεφαλόποδα μαλάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proostracum (< προ- + όστρακο)].