κεφαλόποδα

From LSJ

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source

Greek Monolingual

τα
ζωολ. ομοταξία αποκλειστικά θαλάσσιων μαλακίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cephalopoda < cephal- (πρβλ. κεφαλο-) + -poda (πρβλ. -πόδα < ποῦς, ποδός)].