πρωτάτο
Greek Monolingual
το, Ν
1. η πρώτη θέση, το πρωτείο
2. στον πληθ. τα πρωτάτα
οι άρχοντες, οι προύχοντες («εκάλεσε την κλεφτουργιά, τα δώδεκα πρωτάτα», δημ. τραγούδι)
3. ως κύριο όν. Πρωτάτο
(στο Άγιο Όρος) η έδρα της Ιερής Επιστασίας στην Ουρανούπολη του Άθω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρώτος + κατάλ. -άτο (πρβλ. δεσποτάτο, πριγκιπάτο)].