πρωτόχρονος

English (LSJ)

πρωτόχρονον,= primaevus, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 807] in od. aus der ersten, ältesten Zeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόχρονος: -ον, ὁ ἀπὸ τῶν πρώτων χρόνων, ἀρχαιότατος, πανάρχαιος, Λατ. primaevus, Φιλῆς π. Ζ. Ἰδιοτ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται στην αρχή της νιότης του, στην ακμή της εφηβικής ηλικίας, ο πρώθηβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + χρόνος (πρβλ. πολύχρονος)].