πρόαιθρον

English (LSJ)

τό, vestibule of a courtyard, PFlor.56.14(iii A.D.).

Greek Monolingual

τὸ, Α
ο χώρος πριν από το αίθριο, προστώο στην αυλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + αἴθριον].