πρόσδοσις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A additional donation, PSI9.904.2 (i A.D.), Mitteis Chr. 199.16 (iii A.D.).
2 f.l. for παράδοσις in Hierocl.p.63A.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσδοσις: -εως, ἡ, πρόσθετος δόσις, Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491. 33.

Greek Monolingual

-όσεως, ἡ, Α προσδίδωμι
πρόσθετη δόση, προσθήκη.