πρώιος
Greek (Liddell-Scott)
πρώιος: Ἀττ. πρῷος, -α, -ον, (πρωί, πρῴ). I. ὁ κατὰ τὴν πρωΐαν, πρωινός, νευρὴν... ἣν ἐνέδεσα πρώιον Ἰλ. Ο. 470 (ἔνθα τὸ πρώιον κεῖται ἐπιρρηματικῶς ἀντὶ τοῦ πρωί)· πρ. ἴχνος ἄγων Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 21. ν. 4, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 304· ὡσαύτως, περὶ δείλην πρωίην (πρβλ. δείλη) Ἡρόδ. 8. 6· δείλης πρωίας Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 116· - πρωία ὡς οὐσιαστ., ἦν δὲ πρωία Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιη´, 28· πρωίας γενομένης κ. Ματθ. κζ´, 1· γεν. πρωίας ὡς ἐπίρρ. = πρῴ, αὐτόθι κα´, 18· - μετὰ προθέσεων, καθ’ ἑκάστην πρωίαν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 8, 1· ἀπὸ πρωίας ἄχρις ἡλίου δύσεως Συλλ. Ἐπιγρ. 1122. II. ἐγκαίρως, ἐνωρὶς ὡς πρὸς τὸ ἔτος, ἀντίθ. τῷ ὄψιος· πρώιος [ὁ στρατὸς] συνελέγετο Ἡρόδ. 8. 130· πρῷα τῶν καρπίμων, τὰ πρώϊμα, ὡς τὰ ὡραῖα, Ἀριστοφ. Σφ. 264· σικύων πρῴων ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1001, πρβλ. 1164 Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 11, 1· διὰ τὸ τὰ μὲν πρώια τὰ δ’ ὄψια προίεσθαι (ἐξυπ. ᾠὰ) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 6· πρ. τόπος, τόπος πρώϊμος, δηλ. παράγων πρωΐμους καρπούς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 9, πρβλ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 24. 2.
Middle Liddell
πρώιος, Att. πρῷος, η, ον [πρωί, πρῴ]
early,
I. early in the day, at early morn, Il.; also, περὶ δείλην πρωίην (cf. δείλἠ Hdt.:— πρωία used alone as Subst., ἦν δὲ πρωία, πρωίας γενομένης NTest.
II. early in the year, πρώιος [ὁ στρατὸς] συνελέγετο Hdt.; πρῷα τῶν καρπίμων early fruits, Ar.