πρῖσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, (πρίω)
A sawing, Arist.PA645b17, Thphr. HP 5.5.4, Heliod. ap. Orib.47.14.3.
2 in cranial surgery, trephining, Hp.VC9, 21.
II π. ὀδόντων grinding of the teeth, from anger, Plu.2.458d (pl.); or as an effect of disease, Hp. Prorrh.1.48.
Greek (Liddell-Scott)
πρῖσις: ἡ, (πρίω) τὸ πρίειν, πριόνισμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 12. 2) ἐν τῇ χειρουργικῇ διάτρησις διὰ πριονοειδοῦς τρυπάνου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 900, πρβλ. 912C. ΙΙ. πρ. ὀδόντων, τρίξιμον τῶν ὀδόντων ἐξ ὀργῆς, Πλούτ. 2. 458C· ἢ ὡς σύμπτωμα νόσου τινός, Ἱππ. Προρρ. 71.
Russian (Dvoretsky)
πρῖσις: и πρίσις, εως ἡ
1 пиление, пилка (ὁ πρίων τῆς πρίσεως χάριν γέγονεν Arst.);
2 скрежет (πρίσεις ὀδόντων Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρῖσις -εως, ἡ [1. πρίω] het zagen; geneesk. trepanatie. het knarsen, geknars.