πρίσις
From LSJ
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
German (Pape)
[Seite 702] ἡ, das Sägen, Arist. partt. an. 1, 5 g. E.; – ὀδόντων, das Knirschen mit den Zähnen, Plut. de cohib. ira 10; auch in gewissen Krankheiten vorkommend, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de faire grincer : ὀδόντων PLUT grincements de dents.
Étymologie: πρίω.
Greek Monolingual
-ίσεως, ἡ, Α πρίω
1. η ενέργεια του πρίω, πριόνισμα
2. (στη χειρουργική) διάτρηση με πριονοειδές τρύπανο
3. φρ. «πρῖσις ὀδόντων» — τριγμός, τρίξιμο τών δοντιών από οργή ή ως σύμπτωμα νόσου.