το, Ντο σύνολο τών πτίλων ενός πτηνού.[ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλον + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πτέρωμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].