πυθεδών

English (LSJ)

-όνος, ἡ, (πύθω) putrefaction, Eratosth.18 (pl.), Nic.Th. 466 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

πῡθεδών: -όνος, ἡ, (πύθω) σῆψις, σηπεδών, Νικ. Θηρ. 446, ἐν τῷ πληθ.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
σήψη, σάπισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύθω «επιφέρω σήψη» + επίθημα -(ε)δών, κατά το σηπ-εδών].

German (Pape)

[ῡ], όνος, ἡ, Fäulnis, Nic. Ther. 466, im plural.