πύθω
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
English (LSJ)
[ῡ], Ep. impf. πύθεσκον A.R.4.1530: fut. πύσω Il.4.174: aor. ἔπῡσα (κατ-) h.Ap.371, Ep. πῦσα ib.374 (but πύσε [ῠ] Call.Fr.313): —Pass., only used in pres. and impf.:—cause to rot, σέο δ' ὀστέα πύσει ἄρουρα Il.4.174; σέ γ' αὐτοῦ πύσει γαῖα h.Ap.369; αὐτοῦ πῦσε πέλωρ μένος Ἠελίοιο ib.374, cf. Hes.Op.626:—Pass., become rotten, decay, moulder, ὁ δέ θ' αἵματι γαῖαν ἐρεύθων πύθεται Il.11.395; ὀστέα π. ὄμβρῳ Od.1.161, cf. Hes.Sc.153; ὀστεόφιν θὶς ἀνδρῶν πυθομένων Od.12.46; πυθομένοισιν ἐφ' ἕλκεσι A.R.4.1405; ἐπύθετό μοι ὁ ὀφθαλμός PSI4.299.5 (iii A.D.). (Cf. Skt. pū́yati 'putrefy', Lat. pūs, etc.)
German (Pape)
[Seite 814] fut. πύσω, verfaulen machen, durch Verwesung auflösen; ὀστέα πύσει ἄρουρα, Il. 4, 174; σέ γ' αὐτοῦ πύσει γαῖα, H. h. Apoll. 369; vgl. Hes. O. 628; – pass. verfaulen, verwesen, vermodern; Il. 11, 395 Od. 1, 161. 12, 46; H. h. Apoll. 363; Hes. Sc. 153; sp. D., πύθεσκε Ap. Rh. 4, 1530. – [Callim. frg. 313 braucht υ auch kurz im aor. ἔπυσε.] – Vgl. πῦος, πῦον, πυέω, puteo, putresco.
French (Bailly abrégé)
f. πύσω, ao. ἔπυσα, pf. inus.
Pass. seul. prés. et impf.
faire pourrir, acc. ; Pass. se putréfier.
Étymologie: πῦον.
English (Autenrieth)
fut. πύσει, pass. pres. πύθεται: cause to rot, pass., rot, decay.
Greek Monolingual
Α
προξενώ σήψη ενός πράγματος, σαπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πύ-θω / πύ-θομαι, με επίθημα -θω (πρβλ. βρίθω, πλήθω) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα pū- «σαπίζω, βρομώ» που προέρχεται από ονοματοποιία επιφωνήματος pu- δηλωτικού αηδίας, σιχαμάρας, και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. pū-ya-ti «σαπίζω», αβεστ. pu-yeiti / puya- «πύον», και βαλτ. pū-nu (με έρρινο επίθημα). Στην ίδια οικογένεια ανήκει το ουσ. πύον / πύος (με βραχύ -ῠ-), που συνδέεται με τα: αρμ. hu «πυώδες αίμα», λατ. pūs «πύον» (πρβλ. λατ. pūteo «σαπίζω») και επίσης με τη λ. πυός. Οι τ. της μέσης φωνής του ρ. πύθω είναι αρχαιότεροι από τους ενεργητικούς μεταβατικούς τ. Το ρ. πύθω, τέλος, έχει αντικατασταθεί από το γενικότερης σημ. συνώνυμο σήπομαι].
Greek Monotonic
πύθω: [ῡ], μέλ. πύσω, αόρ. αʹ ἔπῡσα, Επικ. πῦσα· κάνω κάτι σάπιο, σαπίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. — Παθ., γίνομαι σάπιος, αποσυντίθεμαι, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
πύθω: (ῡ) (fut. πύσω с ῡ, aor. ἔπῡσα - эп. πῦσα) подвергать тлению, гноить (τι HH, Hom.); pass. гнить, тлеть (ὀστέα ἀνδρῶν πυθομένων Hom.).
Middle Liddell
πύ¯θω,
to make rot, to rot, Il., Hes.:—Pass. to become rotten, to decay, Hom.