πυργίτης

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,
A of a tower, στρουθὸς πυργίτης = house-sparrow, Gal. 6.435.
II fem. πυργῖτις, ιδος, ἡ, a plant, Hsch.

German (Pape)

[Seite 820] ὁ, fem. -ῖτις, vom Thurme, στροῦθος, Thurmsperling, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

πυργίτης: -ου, ὁ, ὁ ἀνήκων εἰς πύργον, στρουθὸς π., τὸ ἐν ταῖς οἰκίαις καὶ ταῖς πόλεσι στρουθίον, «σπουργίτης», Γαλην.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και θηλ. πυργῖτις, -ίτιδος, Α
ονομασία του ξηροβατικού πτηνού σπίζα η κοινή, ο σπουργίτης
αρχ.
1. αυτός που ανήκει σε πύργο
2. το θηλ. (κατά τον Ησύχ.) είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + κατάλ. -ίτης/ -ῖτις (πρβλ. σελην-ίτης / σελην-ῖτις)].