πυργοφύλαξ
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, tower-guard, warder, A.Th.168 (lyr.), PFlor.297.469 (vi A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 821] ακος, ὁ, Thurmwächter, Aesch. Spt. 182.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
gardien d'une tour.
Étymologie: πύργος, φύλαξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
πυργοφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ хранитель (городских) башен Aesch.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
φρουρός πύργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + φύλαξ (πρβλ. λιμενοφύλαξ, νυκτοφύλαξ)].
Greek Monotonic
Greek (Liddell-Scott)
πυργοφύλαξ: [ῠ], ὁ, ὁ φύλαξ πύργου, φρουρός, Αἰσχύλ. Θήβ. 168.