πυρναῖος
English (LSJ)
α, ον, fit for eating, σταφυλαί Theoc.1.46 (nisi leg. Πυρν- as pr.n.).
German (Pape)
[Seite 823] eßbar, reif, σταφυλαί, Theocr. 1, 46, wo es Andere von der Farbe erklären, gelb.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
rouge ou doré comme le feu ; sel. d'autres mûr, bien cuit, bon à manger.
Étymologie: πυρνόν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρναῖος -α -ον [πύρνον] eetbaar.
Russian (Dvoretsky)
πυρναῖος: съедобный, спелый (σταφυλαί Theocr. - v.l. πυρραῖος).
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
κατάλληλος για βρώση, εδώδιμος, φαγώσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύρνος ή πύρνον + κατάλ. -αῖος].
Greek Monotonic
πυρναῖος: -α, -ον (πύρνον), κατάλληλος για βρώση, βρώσιμος, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
πυρναῖος: -α, -ον, (πύρνον) ὥριμος, τρώξιμος, κατάλληλος πρὸς βρῶσιν, πυρναίαις (διάφ. γραφ. πυρκναῖσι) σταφυλαῖσι καλὸν βέβριθεν ἀλωά, «περκαζούσαις καὶ τρωξίμοις» (Σχόλ.), Θεόκρ. 1. 46.