πυροφάνι
Greek Monolingual
το, Ν
(αλιευτ.)
1. σιδερένια σχάρα που εξέχει από την πλώρη αλιευτικού σκάφους και πάνω στην οποία είναι τοποθετημένη λάμπα μεγάλης ισχύος, που λειτουργεί συνήθως με ασετυλίνη ή υγραέριο, και που λόγω του έντονου φωτισμού στη διάρκεια της νύχτας, προσελκύει τα ψάρια και άλλα αλιεύματα, τα οποία συλλαμβάνονται με απόχη ή με καμάκι
2. το είδος αλιείας που ασκείται με τον παραπάνω τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ. πυρός + φανός μέσω αμάρτυρου πυροφάνιον].