Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υγραέριο

From LSJ

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535

Greek Monolingual

το, Ν
αέριο καύσιμο, αποτελούμενο κυρίως από προπάνιο ή βουτάνιο, που διατίθεται στο εμπόριο υγροποιημένο υπό πίεση σε ειδικές φιάλες τόσο για οικιακές όσο και για βιομηχανικές χρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + αέριο].