υγραέριο

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379

Greek Monolingual

το, Ν
αέριο καύσιμο, αποτελούμενο κυρίως από προπάνιο ή βουτάνιο, που διατίθεται στο εμπόριο υγροποιημένο υπό πίεση σε ειδικές φιάλες τόσο για οικιακές όσο και για βιομηχανικές χρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + αέριο].