πυρσώδης

English (LSJ)

πυρσῶδες, like a firebrand, bright-burning, φλόξ E.Ba.146 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 825] ες, einem Feuerbrande ähnlich, φλόξ, Eur. Bacch. 146.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
enflammé, ardent.
Étymologie: πυρσός, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρσώδης -ες [2. πυρσός] als een fakkel, brandend.

Russian (Dvoretsky)

πυρσώδης: похожий на факел, ярко пылающий (φλόξ Eur.).

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πυρσός (Ι)]
1. ο όμοιος με πυρσό
2. αυτός που καίγεται εκπέμποντας λάμψη, λαμπρός («ἔχων πυρσώδη φλόγα πεύκας», Ευρ.).

Greek Monotonic

πυρσώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με πυρσό, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πυρσώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς πυρσόν, ὁ λαμπρῶς καίων, λαμπρός, φλὸξ Εὐρ. Βάκχ. 146.

Middle Liddell

πυρσ-ώδης, ες εἶδος
like a firebrand, Eur.