πόνηρος

Greek Monolingual

-ήρη, -ον, Α
(για σώμα) αυτός που υποφέρει, που ταλαιπωρείται από κόπους και βάσανα, τυραννισμένος.
επίρρ...
πονήρως
με πόνηρο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πόνηρος (< πονηρός) τονίστηκε από αρχαίους γραμματικούς στην προπαραλήγουσα, πόνηρε (πρβλ. και μόχθηρε), πράγμα που οφείλεται είτε στη γενικότερη τάση αναβιβασμού του τόνου στην κλητική (πρβλ. Σωκράτης - Σώκρατες, γυνή - γύναι κ.τ.ό.) είτε σε λόγους εμφάσεως].

Russian (Dvoretsky)

πόνηρος: атт. v. l. = πονηρός I, 1.