πώρωση
Greek Monolingual
η / πώρωσις, -ώσεως, ΝΑ [[πωρῶ, -ώνω]]
1. απολίθωση
2. συγκόλληση και θεραπεία κατάγματος ενός οστού με τον σχηματισμό οστέινου πώρου
3. μτφ. πλήρης ηθική αναισθησία, ασυνειδησία
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ἐξ ὀστέων σύμφυσις καὶ σύνδεσμος».