ασυνειδησία

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

η (Α ἀσυνειδησία)
προσωρινή ή διαρκής απώλεια της συνείδησης
νεοελλ.
1. έλλειψη ευσυνειδησίας, αδιαφορία για ηθικές ή νομικές υποχρεώσεις
2. ενέργεια ασυνείδητη, κακοήθης πράξη.