ρητορεία
Greek Monolingual
η / ῥητορεία, ΝΑ ῥητορεύω
η ικανότητα του να ρητορεύει κανείς, η ρητορική τέχνη
νεοελλ.
1. το τρίτο είδος του πεζού λόγου, μετά τον φιλοσοφικό και τον ιστορικό, που ανέπτυξαν οι αρχαίοι Έλληνες και ο οποίος περιλαμβάνει συμβουλευτικούς, δικανικούς και επιδεικτικούς ή πανηγυρικούς λόγους
2. το χάρισμα του λέγειν, η ευγλωττία
3. ειρων. φλυαρία, πολυλογία
αρχ.
έντεχνα παρασκευασμένος λόγος («ἰδεῶν τῶν ἐν ταῖς ῥητορείαις διαλαμπουσῶν», Ισοκρ.).