ριζάγρα

Greek Monolingual

η / ῥιζάγρα, ΝΑ
οδοντιατρική λαβίδα για την εξαγωγή τών ριζών τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + ἄγρα «κυνήγι» (πρβλ. ποδάγρα)].