ριζοτομία

Greek Monolingual

η / ῥιζοτομία, ΝΜΑ ῥιζοτόμος
νεοελλ.
η ριζοτομή
μσν.-αρχ.
η εκκοπή και συλλογή ριζών για φαρμακευτική χρήση
αρχ.
στον πληθ. αἱ ῥιζοτομίαι
βιβλία για ρίζες και βότανα.