ῥιζοτομία

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιζοτομία Medium diacritics: ῥιζοτομία Low diacritics: ριζοτομία Capitals: ΡΙΖΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: rhizotomía Transliteration B: rhizotomia Transliteration C: rizotomia Beta Code: r(izotomi/a

English (LSJ)

ἡ, cutting and gathering of roots, Thphr. HP 6.3.2, 9.8.2: pl., books on roots, herbals, Ruf. ap. Orib.7.26.31.

German (Pape)

[Seite 842] ἡ, das Abschneiden u. Sammeln der Wurzeln zum ärztlichen Gebrauche, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζοτομία: ἡ, τὸ τέμνειν καὶ συλλέγειν ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 3, 2., 9. 8, 2· - ὡσαύτως ῥιζοτόμησις, ἡ, Βυζ.

Greek Monolingual

η / ῥιζοτομία, ΝΜΑ ῥιζοτόμος
νεοελλ.
η ριζοτομή
μσν.-αρχ.
η εκκοπή και συλλογή ριζών για φαρμακευτική χρήση
αρχ.
στον πληθ. αἱ ῥιζοτομίαι
βιβλία για ρίζες και βότανα.