ῥιζοτόμος

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιζοτόμος Medium diacritics: ῥιζοτόμος Low diacritics: ριζοτόμος Capitals: ΡΙΖΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: rhizotómos Transliteration B: rhizotomos Transliteration C: rizotomos Beta Code: r(izoto/mos

English (LSJ)

(parox.), ὁ,
A one who cuts or gathers roots, esp. for purposes of medicine or witchcraft, herbalist, Hp.Ep.16, Thphr. HP 9.1.7, 9.8.1, Dsc. Prooemia, Luc.DDeor.13.1, Phot., etc.; Ῥιζοτόμοι, αἱ, title of play by Sophocles, Macr.Sat.5.19.9, etc.
2 as adjective, ῥιζοτόμος ὥρα = the time for cutting roots, Nic.Th.494.
II ἡ ῥιζοτόμος, name of a kind of iris, Plin.HN21.41.

German (Pape)

[Seite 842] Wurzeln schneidend (und einsammelnd), bes. zum Behufe der Arzneibereitung u. der Zauberei, Sp., wie Luc. D. lt. 13, 1; ὥρη, die Zeit, wo die Einsammlung der Arzneikräuter geschehen muß, Nic. Ther. 494.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coupe des racines, particul. qui cueille des plantes médicinales.
Étymologie: ῥίζα, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

ῥιζοτόμος: ὁ и ἡ собиратель кореньев (целебных или волшебных) Soph., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζοτόμος: ὁ, (τέμνω) τέμνων ἢ συλλέγων ῥίζας, μάλιστα πρὸς ἰατρικὴν χρῆσιν ἢ μαγείαν, Διοσκ. ἐν τῷ Προοιμίῳ, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 13. 1, Φώτ., κλ.· ὁ Σοφ. ἔγραψε δρᾶμα καλούμενον Ῥιζοτόμοι, οἱονεὶ Φαρμακεῖς, Veneficiae, δὲ Δινδ. εἰς Ἀποσπ. 479· ῥιζοτόμος ὥρα, ἡ πρὸς ῥιζοτομίαν ὥρα τοῦ ἔτους, Νικ. Θηρ. 494. ΙΙ. ἡ ῥιζοτόμος, ὄνομα εἴδους τινὸς ἴριδος, Πλιν. Η. Ν. 21. 19.

Greek Monolingual

ο / ῥιζοτόμος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο ριζοτόμος ή το ριζοτόμο
εργαλείο για την αποκοπή ριζών

Greek Monotonic

ῥιζοτόμος: ὁ (τέμνω), αυτός που κόβει ή συλλέγει ρίζες, λέγεται για ιατρική, φαρμακευτική ή μαγική χρήση, σε Λουκ.

Middle Liddell

ῥιζο-τόμος, ὁ, τέμνω
one who cuts roots, Luc.