εκκοπή

From LSJ

Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt

Menander, Monostichoi, 557

Greek Monolingual

η (AM ἐκκοπή)
εκβολή, αποκοπή
αρχ.-μσν.
φρ. «ἐκκοπὴ πάθους» — κόψιμο ή εγκατάλειψη πάθους, κακής συνήθειας κ.λπ.
μσν.
σφαγή
αρχ.
1. (για δέντρο) κόψιμο από τη ρίζα
2. αποκοπή πλευρών
3. ακρωτηριασμός, κολόβωμα
4. απόξεση
5. αφαίρεση ακίδας βέλους από το σώμα με τομή
6. ισοπέδωση εδάφους
7. χάραγμα με μαχαίρι.