ρούγα

Greek Monolingual

η / ῥούγα, ΝΜ, και ῥούα Α
πλατύς δρόμος μέσα σε πόλη ή σε χωριό, κεντρικός δρόμος
νεοελλ.
περιοχή, τμήμα πόλης ή χωριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ruga «πτυχή» (πρβλ. γαλλ. rue)].