σάθρωμα

English (LSJ)

-ατος, τό, that which is unsound, flaw, Hsch. s.v. σαπρία.

German (Pape)

[Seite 857] τό, das Morsche, Schadhafte, der Fehler, das Gebrechen eines Dinges, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

σάθρωμα: τό, τὸ οὐχὶ ὑγιές, ἐλάττωμα, ἡ οὐχὶ ὑγιὴς κατάστασις, σαθρότης, Ἡσύχ. ἐν λ. σαπρία.

Greek Monolingual

τὸ, Α σαθρῶ
1. μη υγιής κατάσταση, σαθρότητα
2. ελάττωμα.