Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σέκτα
Greek Monolingual
και σέχτα, η, Ν 1.αίρεση, οργανωμένη ομάδα προσώπων στους κόλπους μιας θρησκείας, τα οποία έχουν τις ίδιες πεποιθήσεις 2.πολιτικήμερίδακόμματος με στενές δογματικές αντιλήψεις. [ΕΤΥΜΟΛ.< λατ. secta, μτχ. του sequor «ακολουθώ»].