σέλασμα

English (LSJ)

-ατος, τό, shining, Man.4.601:—also σελασμός, ὁ, ib.36, etc.; also f.l. for σελλισμός (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

σέλασμα: τό, λάμψις, «ἀναλαμπή», φεγγοβόλημα, Μανέθων 4. 601· σελασμός, ὁ, αὐτόθι 36, κτλ.

Greek Monolingual

-άσματος, τὸ, Α σελάω
λάμψη, ακτινοβολία.

German (Pape)

τό, = σελασμός, sp.D.