σαλπάρισμα

Greek Monolingual

το, Ν σαλπάρω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαλπάρω, η ανέλκυση της άγκυρας του πλοίου από τον βυθό
2. (κατ' επέκτ.) α) απόπλους, αναχώρηση του πλοίου
β) το να ξεκινάει κανείς για ταξίδι με πλοίο.