το, Ν σαλπάρω1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαλπάρω, η ανέλκυση της άγκυρας του πλοίου από τον βυθό2. (κατ' επέκτ.) α) απόπλους, αναχώρηση του πλοίουβ) το να ξεκινάει κανείς για ταξίδι με πλοίο.