σαπουνάδα

Greek Monolingual

η, Ν
1. νερό που περιέχει διάλυμα σαπουνιού και χρησιμεύει κυρίως για το πλύσιμο τών ρούχων και τών πιατικών
2. αφρός διαλυμένου σαπουνιού ή απορρυπαντικού στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπούνι + κατάλ. -άδα (πρβλ. πορτοκαλάδα)].