σαπωνίτης

Greek Monolingual

ο, Ν
ένυδρο αργιλοπυριτικό ορυκτό του μαγνησίου το οποίο ανήκει στην ομάδα τών αργιλικών ορυκτών και αποτελεί μέλος της σειράς του μοντμοριλλονίτη, κν. σαπουνόχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάπων + κατάλ. -ίτης (πρβλ. λιγνίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].