σαρδέλα

Greek Monolingual

η, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία του ρεγγόμορφου ψαριού τών εύκρατων και θερμών θαλασσών Sardina pilchardus, της οικογένειας clupeidae, το οποίο αφθονεί στη Μεσόγειο και στις ελληνικές θάλασσες
2. μτφ. διακριτικό σιρίτι στρατιωτικού
3. φρ. «γίναμε [είμαστε ή στοιβαχτήκαμε] σαν σαρδέλες» — δηλώνει μεγάλο συνωστισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sardella. To ψάρι ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι αλιευόταν στις ακτές της Σαρδηνίας (πρβλ. σάρδα, σαρδῖνος, σαρδίνη)].