σαυκρός
English (LSJ)
ά, όν, = ἁβρός, Hsch.
German (Pape)
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἁβρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαυκρός (πρβλ. θαλυκρός), όπως και ο τ. «σαυχμόν
σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές» με διαφορετικό επίθημα (πρβλ. αὐχμός) και διαφορετική σημασία (πρβλ. αρχ. ινδ. sūksma- «αδύνατος, λεπτός») είναι εκφραστικοί τ. αβέβαιης ετυμολ., στους οποίους οι λεξικογράφοι έχουν αποδώσει ποικιλία σημασιών. Η σύνδεση του τ. σαυκρός με τη λ. ἄκρος οφείλεται ασφαλώς σε παρετυμολογία. Η σύνδεση, εξάλλου, τών τ. με τους τ. «ψαυκρόν
κοῦφον, ἀπὸ τοῦ ἄκρως ψαύειν», «ψαυκρός
καλλωπιστής, ταχύς» (πρβλ. ψαυκρόποδα
κουφόπουδα») οδήγησε στο να θεωρηθούν οι τύποι παράγωγα του ρ. ψαύω, από το οποίο με απλοποίηση του αρκτικού ψ- σε σ- προήλθαν οι τ. σαυκρός / σαυχμόν. Έχει προταθεί, τέλος, η σύνδεση τών τ. με τα σαῦλος και σαύρα].