ψαυκρός

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψαυκρός Medium diacritics: ψαυκρός Low diacritics: ψαυκρός Capitals: ΨΑΥΚΡΟΣ
Transliteration A: psaukrós Transliteration B: psaukros Transliteration C: psafkros Beta Code: yaukro/s

English (LSJ)

ά, όν, in neut. ψαυκρὸν γόνυ· κοῦφον, ἀπὸ τοῦ ἄκρως ψαύειν, Hsch.; also ψαυκρός· καλλωπιστής, ταχύς, ἐλαφρός, ἀραιός, Id.: cf. σαυκρός.

German (Pape)

[Seite 1392] rührig, flink, schnell, leicht, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ψαυκρός: -ά, -όν, δραστήριος, εὐκίνητος, ταχύς, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. (το αρσ.) «καλλωπιστής, ταχύς, ἐλαφρός, ἀραιός»
2. (το ουδ. σε συνεκφορά με τη λ. γόνυ) «κοῦφον, ἀπὸ τοῦ ἄκρως ψαύειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σαυκρός].