ψαυκρός
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
English (LSJ)
ά, όν, in neut. ψαυκρὸν γόνυ· κοῦφον, ἀπὸ τοῦ ἄκρως ψαύειν, Hsch.; also ψαυκρός· καλλωπιστής, ταχύς, ἐλαφρός, ἀραιός, Id.: cf. σαυκρός.
German (Pape)
[Seite 1392] rührig, flink, schnell, leicht, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ψαυκρός: -ά, -όν, δραστήριος, εὐκίνητος, ταχύς, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. (το αρσ.) «καλλωπιστής, ταχύς, ἐλαφρός, ἀραιός»
2. (το ουδ. σε συνεκφορά με τη λ. γόνυ) «κοῦφον, ἀπὸ τοῦ ἄκρως ψαύειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σαυκρός].