σαόω

English (LSJ)

= σώζω (q.v.).

German (Pape)

[Seite 861] = σώζω, vom alten σαοσ, σῶς; davon imperf. 3. Pers. σάω, Il. 16, 363. 21, 238, wovon der unregelmäßige imperat. σάω, Od. 13, 930. 17, 595 H. h. 12, 3, zu unterscheiden ist; fut. σαώσω u. aor. ἐσάωσα, nebst aor. pass. ἐσαώθην, ἐσάωθεν = ἐσαώθησαν, Od. 3, 185, fut. med. σαώσομαι, 21, 309; – retten, erhalten, wie σώζω, was zu vergleichen; ἄγε δή σε κακῶν ἐκλύσομαι ἠδὲ σαώσω, 10, 286; νὺξ δ' ἥδ' ἠὲ διαῤῥαίσει στρατὸν ἠὲ σαώσει, Il. 9, 78; ἐκ θανάτοιο, 22, 175; ἐκ πολέμοιο, 17, 452, u. öfter; ἐν δοιῇ δὲ σαωσέμεν ἢ ἀπολέσθαι νῆας, 9, 230; ἐῤῥ ύσατο καὶ ἐσάωσε, 15, 290; auch αἴ κε τάχιστα νέκυν ἐπὶ νῆα σαώσῃ, 17, 692, den Todten unversehrt zum Schiff hinbringen; vgl. 24, 35; Pind. τόλμα μιν ἐσάωσεν, frg. 155; σαώθη ἐκ πόντου, P. 4, 161; σαοῦσι, Tyrt. 2, 13.

French (Bailly abrégé)

σαῶ;
impf. ἐσάων, f. σαώσω, ao. ἐσάωσα, pf. inus.
Pass. ao. ἐσαώθην;
c. σῴζω.
Étymologie: σάος.

Russian (Dvoretsky)

σαόω: (impf. ἐσάων, fut. σαώσω, aor. ἐσάωσα, aor. pass. ἐσαώθην) Hom., HH, Anth. = σῴζω.

Greek (Liddell-Scott)

σαόω: σῴζω, ὃ ἴδε.

English (Autenrieth)

(σάος), σώω, σώζω, subj. σόῃς, σόῃ (σόῳς, σόῳ), 3 pl. σόωσι (σάωσι, σοῶσι), imp. σάω, part. σώζων, σώοντες, ipf. σάω (σάου), iter. σώεσκον, fut. σαώσω, inf. σαωσέμεν(αι), aor. (ἐ)σάωσα, mid. fut. σαώσεαι, pass. aor. 3 pl. ἐσάωθεν, imp. σαωθήτω, inf. σαωθῆναι: save, preserve, deliver, mid., oneself, Od. 5.490, Il. 16.363; freq. implying motion, ἐκ πολέμου, τηλόθεν, ἐς προχοάς, ἐπὶ νῆα, Od. 3.231, Ρ, Od. 21.309.

English (Slater)

σᾰόω rescue “δέρματῷ ποτ' ἐκ πόντου σαώθη” (P. 4.161) τόλμα τέ μιν ζαμενὴς καὶ σύνεσις πρόσκοπος ἐσάωσεν fr. 231.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.) βλ. σώζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαόω zie σῴζω.