σελάχι
Greek Monolingual
(I)
και σιλάχι, το, Ν
1. δερμάτινη ζώνη με πτυχές στο μπροστινό μέρος, η οποία χρησίμευε ως θήκη για φορητά όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. silāh «όπλο»].
(II)
το / σελάχιον, ΝΑ, και σαλάχι Ν, και σαλάχιον ΜΑ, και ποιητ. τ. σελάχειον Α
κοινή ονομασία, σήμερα, τών ευρύτατα διαδεδομένων βατιδοειδών σελάχιων χονδροϊχθύων και ιδίως αυτών που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια rajidae, η οποία αποτελείται από πολλά είδη του μοναδικού γένους raja, γνωστών και με τις ονομασίες βάτος, βατί, ράγια και ράσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλαχος. Ο τ. σαλάχι(ον) με αφομοιωτική τροπή του -ε- σε -α-].