σελάχειον

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σελάχειον Medium diacritics: σελάχειον Low diacritics: σελάχειον Capitals: ΣΕΛΑΧΕΙΟΝ
Transliteration A: selácheion Transliteration B: selacheion Transliteration C: selacheion Beta Code: sela/xeion

English (LSJ)

τό, poet. for σελάχιον.

German (Pape)

[Seite 869] τό, = σελάχιον, Opp. Hal. 1, 643.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. σελάχι.