σεῖσμα

English (LSJ)

-ατος, τό, (σείω)
A shaking, κοσκίνου LXX Si.27.4.
2 pl., metaph., extortions (cf. σείω 1.4), PTeb.41.22 (ii B.C.), PMasp.58 ii 11 (vi A.D., σῖσμ (α)).

German (Pape)

[Seite 869] τό, Erderschütterung, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σεῖσμα: τό, (σείω) «σείσιμον», κούνημα», Ἑβδ. (Σειράχ ΚΖ΄, 4).

Greek Monolingual

το / σεῖσμα, ΝΜΑ, και σεῖσμαν Μ σείω
η σείση
νεοελλ.-μσν.
λίκνισμα, κούνημα του σώματος κατά το βάδισμα («στο σείσμα και στο λύγισμα», Ερωτόκρ.)
αρχ.
συν. στον πληθ. τὰ σείσματα
ψευδής κατηγορία για εκβιασμό.