Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
το / σεῖσμα, ΝΜΑ, και σεῖσμαν Μ σείω
η σείση
νεοελλ.-μσν.
λίκνισμα, κούνημα του σώματος κατά το βάδισμα («στο σείσμα και στο λύγισμα», Ερωτόκρ.)
αρχ.
συν. στον πληθ. τὰ σείσματα
ψευδής κατηγορία για εκβιασμό.