σιρόπι
Greek Monolingual
και σορόπι, το, Ν
1. παχύρρευστο διάλυμα ζάχαρης ή μελιού σε νερό, που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική και στη φαρμακευτική
2. φάρμακο σε υγρή μορφή με προσθήκη γλυκού διαλύματος
3. η μελάσσα του ζαχαροκάλαμου
4. καθετί που είναι πολύ γλυκό («τον έκανες σιρόπι τον καφέ»)
5. συν. στον πληθ. τα σιρόπια και σορόπια
γλυκερή συμπεριφορά και, ειδικότερα, ερωτικές τρυφερότητες
6. φρ. «τον πήραν τα σορόπια» — έβαλε τα κλάματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sirop < μεσολατ. sirupus < αραβ. sharāb «ποτό, χυμός, σιρόπι»].