σιφωνολογία

English (LSJ)

ἡ, weeding of σιφώνιον ΙΙ, in plural, Sammelb.7373.22 (i A.D.), BGU538.16 (i/ii A.D.), 918.16 (ii A.D.).

Greek Monolingual

και σε πάπ. σιφονολογία, ἡ, Α
εκρίζωση, αφαίρεση από τον αγρό τών σιφωνίων, βολβόριζων ζιζανίων («ἐπιτελέσω τὰ κατ' ἔτος γεωργικὰ ἔργα πάντα, χωματισμοὺς ποτισμοὺς... σιφωνολογίαν καὶ τἆλλα», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιφώνιον + -λογία].