και συχαμάρα, η, Ν1. το αίσθημα της αηδίας, της αποστροφής για κάποιον ή για κάτι2. συνεκδ. πρόσωπο ή αντικείμενο που προκαλεί έντονη αποστροφή και αηδία, σίχαμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σίχαμα + μεγεθ. κατάλ. -άρα (πρβλ. φαγωμάρα)].