σκέπανον
English (LSJ)
τό, covering, κεφαλῆς AP6.298 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 892] τό, Decke, Deckel, Bedeckung, Suid.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. σκέπας.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκέπανον -ου, τό [σκέπω] (hoofd)bedekking.
Russian (Dvoretsky)
Greek Monolingual
τὸ, Α
σκέπασμα, κάλυμμα («πῖλον κεφαλᾱς... σκέπανον», Λεωνίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπω + επίθημα -ανον (πρβλ. ξόανον, πλόκανον)].