σκέπω

English (LSJ)

= σκεπάζω, only in pres. and impf., Hp.Art.11, Plb.16.29.13; freq. in later Prose,

German (Pape)

[Seite 893] = σκεπάζω; λιμὴν δυνάμενος σκέπειν ἀπὸ παντὸς ἀνέμου τοὺς ἐνορμοῦντας, Pol. 16, 29, 13; Luc. Tim. 21 Pisc. 20; Hdn. 3, 3, 2 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf;
c.
σκεπάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκέπω [σκέπας] alleen praes. en imperf., bedekken, beschermen.

Russian (Dvoretsky)

σκέπω: (Polyb., Luc. - только praes. и impf.) = σκεπάζω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επικαλύπτω, σκεπάζω («ἔχει δὲ λιμένα δυνάμενον σκέπειν ἀπὸ παντὸς ἀνέμου τοὺς ἐνορμοῦντας», Πολ.)
νεοελλ.-μσν.
μτφ. έχω κάποιον κάτω από τη σκέπη μου, προστατεύω, προφυλάσσω
αρχ.
1. στεγάζω
2. (σχετικά με πλοίο) καθιστώ στεγανό, στεγανοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αποτελεί, κατά την πιθανότερη άποψη, υποχωρητ. παρ. είτε του σκέπη είτε του σκέπας].

Greek Monotonic

σκέπω: = σκεπάζω, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

σκέπω: ῥιζικὸς τύπος τοῦ σκεπάζω, μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατατ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 789, Πολύβ. 16. 26, 13· ἀλλὰ συχν. παρὰ τῷ Λουκ. καὶ τοῖς ἔτι μεταγεν. πεζογράφοις, Τίμ. 21, Ἁλιεῖς 29, κτλ., Ἡρῳδιαν. 3. 3., 5. 3, κτλ.

Middle Liddell

σκέπω, = σκεπάζω, Luc.

Mantoulidis Etymological

Ριζικός τύπος τοῦ σκεπάζω. Ἀπό τήν ἴδια ρίζα τά: σκέπας, σκέπη. Δές γιά παράγωγα στό σκεπάζω.